Το Σούνιο (ή Κάβο κολώνες ή Καβοκολώνες) ονομάζεται το ακρωτήρι που βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο στην εσχατιά του νομού Αττικής. Τα παράλια του είναι βραχώδη και απότομα. Υψώνεται σχεδόν κάθετα από την θάλασσα σε μεγάλο ύψος σχηματίζοντας στους πρόποδες αυτού προς δυσμάς μικρό όρμο που με ισθμό χωρίζεται από έτερο ανατολικό ορμίσκο. Το Σούνιο είναι γνωστό λόγω της σημαντικής, από ναυτιλιακή άποψη, θέσης του αλλά και εξαιτίας των ερειπίων του αρχαίου ναού του Ποσειδώνα που βρίσκονται επ΄ αυτού.
Ιστορία
Το Σούνιο οχυρώθηκε κατά το 9ο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (413 π.Χ.) για την προστασία της από εκεί διέλευσης των σιτοφορτίων (Θουκυδίδης VIII 4) και μάλιστα το οχυρό αυτό θεωρούταν το ισχυρότερο της Αττικής, όπως καταμαρτυρούν οι Δημοσθένης («Περί Στεφάνου» 238), Λίβιος (ΧΧΧΙ 25) και ο Σκύλαξ (21). Τα τείχη του, τμήματα του οποίου σώζονται μέχρι σήμερα είχαν πάχος 3,5 μ. και περιέκλειαν κυκλικά το χώρο σε περιφέρεια 500 μ. ενώ ανά 20 μέτρα το τείχος εκείνο έφερε προστατευτικούς τετράγωνους πύργους. Όμως γενικά η τότε περιοχή του Σουνίου έφθανε προς μεν ανατολικά μέχρι τον όρμο του Θορικού, βόρεια του σημερινού λιμένα του Λαυρίου, από δε δυτικά μέχρι την Ανάφλυστο κατέχοντας έτσι την Σουνιακή άκρα «τον γουνόν τον Σουνιακόν» όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (IV 99).
Ο Δήμος του Σουνίου ήταν παράλιος συνοικισμός του δυτικού όρμου, ο δε κάτοικος «Σουνιεύς» ανήκε στην αρχή στην Λεοντίδα φυλή και αργότερα από το 200 π.Χ στην Ατταλίδα φυλή. Κατά το 265 π.Χ. ο Πάτροκλος, ναύαρχος του Πτολεμαίου Λυγίδου έκτισε στην απέναντι νησίδα, σημερινή Πάτροκλος, επίσης ισχυρό φρούριο με την φρουρά του οποίου κατάφερε ο Αντίγονος Γονατάς να καταλάβει το Σούνιο το 260 π.Χ. το οποίο αποδόθηκε αργότερα και πάλι στους Αθηναίους από τον Άρατο το 229 π.Χ..
Το 1762 στη περιοχή του Σουνίου ναυάγησε ο Άγγλος ποιητής Γουίλιαμ Φάλκονερ (1732-1769) που ταξίδευε από Βενετία προς Αλεξάνδρεια. Σχετικά για το ναυάγιο αυτό και την εμπειρία του περιέγραψε σε μια περίφημη ποιητική τριλογία με τον τίτλο «Το ναυάγιο», το οποίο και έτυχε ιδιαίτερης αποδοχής και θαυμασμού από τους κριτικούς και το κοινό της εποχής.